- βαρυσταθμέω
- βᾰρῠ-σταθμέω,A weigh heavy, Ps.-Dsc.1.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυσταθμῆσαι — βαρυσταθμέω weigh heavy aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)